σπονδυλολυσία

σπονδυλολυσία
η, Ν
ιατρ. βλ. σπονδυλόλυση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπονδυλόλυση — και σπονδυλολυσία, η, Ν ιατρ. συγγενής ή επίκτητη λύση τής συνέχειας τού ισθμού ενός σπονδύλου, η οποία οδηγεί σε σπονδυλολίσθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. spondylolyse (< σπόνδυλος + λύση)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”